κουμπαριά

κουμπαριά
η кумовство

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "κουμπαριά" в других словарях:

  • κουμπαριά — η [κουμπάρος] 1. η συγγενική σχέση τού κουμπάρου, δηλ. τού αναδόχου ή τού παρανύμφου. και τής οικογένειας βαφτισμένου ή παντρεμένου από αυτόν 2. παροιμ. «χύθηκε η μαγεριά μας, χάθηκε η κουμπαριά μας» για δεσμούς που εξαρτώνται από το συμφέρον …   Dictionary of Greek

  • κουμπαριά — η σχέση συγγενική μεταξύ του κουμπάρου και της οικογένειας που τη στεφάνωσε ή της βάφτισε το παιδί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κουμπαριάζω — [κουμπαριά] κάνω κουμπαριά με κάποιον, συνδέομαι με κουμπαριά, γίνομαι παράνυμφος ή ανάδοχος κάποιου …   Dictionary of Greek

  • κουμπάριασμα — το [κουμπαριάζω] κουμπαριά …   Dictionary of Greek

  • συντεκνία — η, ΝΜ, και συντεκνιά Ν [συντεκνος] κουμπαριά …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»